- πάμμεγας
- πάμμεγας, -άλη, -α (Α)ο πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + μέγας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάμμεγας — very great masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμεγίστων — πάμμεγας very great fem gen pl πάμμεγας very great masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέγιστον — πάμμεγας very great masc acc sg πάμμεγας very great neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμεγίστου — πάμμεγας very great masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέγιστα — πάμμεγας very great neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέγιστε — πάμμεγας very great masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμέγιστος — πάμμεγας very great masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμμεγα — πάμμεγας very great neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμμεγαν — πάμμεγας very great masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμεγάλων — παμμεγά̱λων , πάμμεγας very great fem gen pl παμμεγά̱λων , πάμμεγας very great masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)